- αξιόμαχος
- -η, -οικανός, άξιος για μάχη: Η χώρα μας διαθέτει ένα μικρό, αλλά αξιόμαχο στρατό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀξιόμαχος — a match for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιόμαχος — η, ο (Α ἀξιόμαχος, ον) ικανός για μάχη, επαρκής κατά τη δύναμη ή τον αριθμό ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον αντίπαλο … Dictionary of Greek
ἀξιομάχως — ἀξιόμαχος a match for adverbial ἀξιόμαχος a match for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιόμαχον — ἀξιόμαχος a match for masc/fem acc sg ἀξιόμαχος a match for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομαχώτεροι — ἀξιόμαχος a match for masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχοις — ἀξιόμαχος a match for masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχου — ἀξιόμαχος a match for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχους — ἀξιόμαχος a match for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχων — ἀξιόμαχος a match for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχῳ — ἀξιόμαχος a match for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)